- πνευστίαση
- η, Νδυσκολία στην αναπνοή, λαχάνιασμα, αγκομαχητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πνευστίασις, μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
κοντανάσασμα — το [κοντανασαίνω] συχνές και κοφτές αναπνοές, πνευστίαση, λαχάνιασμα, αγκομαχητό … Dictionary of Greek